δεκάλοβος

δεκάλοβος
-η, -ο
1. όποιος έχει δέκα λοβούς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δεκάλοβα, τα
κατηγορία φυτών με την ωοθήκη τους διαιρεμένη σε δέκα λοβούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”